Μια άλλη εποχή

ΤΟ  ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΧΩΡΙΑΤΙΚΟ ΣΠΙΤΙ

Η οικονομία μέχρι τη δεκαετία του 1960 στηρίχτηκε στην πρωτογενή παραγωγή ( γεωργία - κτηνοτροφία ), με όλα τα χαρακτηριστικά αυτής της μορφής και κυρίως την αυτάρκεια του λιτοδίαιτου νοικοκυριού.

Το νοικοκυριό , χαρακτηριστικό πατριαρχικής οικογένειας που συνήθως φιλοξενούσε ένα ή και δύο ακόμη νέα ζευγάρια, μέχρι η γειτονιά ή οι συγγενείς να τους χτίσουν το καινούργιο σπίτι.

Τα σπίτια πέτρινα στο ίδιο μοντέλο, κτισμένα κυρίως από Λαγκαδινούς μαστόρους, χωρισμένα στο ισόγειο ( κατώι ) όπου σταυλίζονταν τα μεγάλα ζώα , άλογα, γαϊδούρια, αγελάδες κλπ. τα οποία χρησιμοποιούσαν για το όργωμα του χωραφιού και για τη μεταφορά των ιδίων και των αγροτικών τους προϊόντων από και προς τα κτήματα και στον πρώτο όροφο όπου έμενε η οικογένεια.

Οι σκεπές τους από κεραμίδι που έκαναν σε καμίνια με τον ίδιο τρόπο χιλιάδες χρόνια, ψήνοντας τον πηλό ( κοκκινόχωμα ). Βασικό στοιχείο εκείνης της κατοικίας το τζάκι που καίγοντας καυσόξυλα (κούτσουρα) που έκοβαν επιλεκτικά από τις ελιές και τα δάση τριγύρω ζέσταιναν την οικογένεια αλλά  χρησιμοποιούσαν  την φωτιά για το μαγείρεμα , πλύσιμο κλ
Μαγειρικά σκεύη  ήταν η κατσαρόλα, και το μαυροτήγανο, που τα τοποθετούσαν στη ΄΄σιδεροστιά΄΄ τρίποδη μεταλλική κατασκευή που χρησιμοποιούσαν  και οι προγονοί τους
Αλλο βασικό στοιχείο της κατοικίας ήταν ο φούρνος που οι νοικοκυρές έψηναν το ψωμί της οικογένειας.Η κατασκευή φούρνου ήταν ιδιαίτερη τέχνη και απαιτούσε ειδικούς μαστόρους.Χρησιμοποιούσαν για το χτίσιμο τους  λάσπη και κεραμίδι
Τα  σιτάρια τα αλώνιζαν στο χώρο που σήμερα είναι το δημοτικό μας σχολείο και από αυτό έχει μείνει η ονομασία αλώνια  και τα  άλεθαν στο νερόμυλο στου  Βορόλακα  και στους  Χωραίτικους μύλους . Ζύμωναν από το βράδυ το ψωμί στο σκαφίδι κρατώντας από τη ζύμη μαγιά για την επόμενη εβδομάδα, το αναπιάνανε ,το σκέπαζαν με χοντρά σκεπάσματα για να φουσκώσει και το πρωί το έψηναν στον φούρνο.
Το μπάνιο της οικογένειας γινότανε με νερό που ζέσταιναν σε μεγάλα καζάνια ( λεβέτια ) και με σαπούνι που κατασκεύαζαν οι νοικοκυρές σε λεβέτια πάλι και κομμένο σε πλάκες ( χοντρά κομμάτια ).
Το σαπούνι γινότανε   κυρίως από μούργες ( κατάλοιπο  λάδιού )  λίπη και σπίρτο( Κ, Να ) και αφού το παρασκεύαζαν το έκοβαν σε πλάκες και το τοποθετούσαν σε σανίδα κρεμασμένη  από το πάτερο του υπογείου.
Ο φωτισμός γινότανε από λάμπες φωτιστικού πετρελαίου  με στρογγυλό γιαλί που μαύριζε εύκολα  και  με λυχνάρια λαδιού κρεμασμένα στο τζάκι ή σε κάποια πρόκα στον τοίχο ,και με απαραίτητο συμπλήρωμα το εικόνισμα της προστάτιδας Παναγίας δείγμα της έντονης θρησκευτικότητας του λαού.
Είδη ρουχισμού από δέρμα ή μαλλί ήταν η εσάρπα για τις γυναίκες (δερμάτινη) και η κάπα (μάλλινο ύφασμα ) για τους άντρες. Για τα παπούτσια της εποχής οι τσαγκάρηδες της Χώρας έφτιαχναν τα  γουρνοτσάρουχα ποιο παλιά  και αργότερα τις ρόδες.
Για το σκέπασμα του κρεβατιού έκαναν τις γιούρτες και τις μπαντανίδες από μαλλί προβάτου και τα σαζίματα από γιδίσιο μαλλί.Αφού  κούρευαν το κοπάδι, πήγαιναν το μαλλί στο ποτάμι, το έπλεναν για να φύγει η 'σαριά', ή και το βράζανε, έπειτα το απλώνανε στο φράχτη να στεγνώσει το ξένανε με το λανάρι, το κάνανε τουλούπες και το πέρναγαν στη ρόκα, το στρίβανε και το υφαίνανε στον αργαλειό.
Το σκούπισμα του σπιτιού γινότανε με σκούπες που έκαναν από  αφάνες που υπήρχαν άφθονες στην Μυγδαλίτσα τις έκοβαν , τις έδεναν σε ένα μακρύ ξύλο συνήθως από πουρνάρι τις πλάκωναν με επίπεδες πέτρες  και όταν έπαιρναν την φόρμα ήταν έτοιμες για χρήση.
Το πλύσιμο των ρούχων γινότανε στην παλιά βρύση  στο ποτάμι ή στα  πηγάδια που υπήρχαν στην απάνω γειτονιά.Οι γυναίκες της γειτονιάς κατά ομάδες συνήθως κάθε Σάββατο , αφού έπλεναν τα ρούχα τα κτύπαγαν με τον κόπανο και τα άπλωναν στους φράχτες.
Το σιδέρωμα των ρούχων γινότανε με σίδερο που γέμιζαν με κάρβουνα.
Τα  νεογέννητα παιδιά τέλος τα έδεναν με φασκιές και τα κοίμιζαν στη νάκα. Η νάκα ήταν είδος δερμάτινης κούνιας που την κρεμούσαν, είτε την μετέφεραν οι γυναίκες μαζί τους στα κτήματα και την κρεμούσαν σε δέντρο.
Στα οικιακά σκεύη θα προσθέσουμε το ασκί και το 'τουλούμι' που τα έκαναν από δέρμα και έβαζαν το κρασί και το τυρί αντίστοιχα.Για το τουλούμι διάλεγαν γερό δέρμα το επεξεργάζονταν με αλάτι το φούσκωναν το χτυπούσαν και το κυλούσαν για να γίνει σκληρό .
Η υδροδότηση και η ηλεκτροδότηση τις δεκαετίες 1960, και1970 άλλαξαν οριστικά αυτό τον σκληρό καθημερινό τρόπο διαβίωσης.
Εκτός από την καλλιέργεια της ελιάς του αμπελιού και της σταφίδας ανθούσε και η κτηνοτροφία με εκατοντάδες πρόβατα  σε κοπάδια που έβοσκαν  πολλές οικογένειες στο γύρω δάσος και στο βουνό.Το γάλα, το τυρόγαλο, το ΄΄κορκοφίνι΄΄, η μυζήθρα και το κρέας του κατσικιού ήταν βασικά είδη διατροφής.Εκτός από αυτό το είδος νομής σε ειδικούς σταύλους γύρω από τα σπίτια εκτρέφονταν και άλλα ζώα, όπως κότες σε ΄΄κοτέτσια΄΄ και γουρούνια σε ΄΄κουμάσια΄΄.Τα γουρούνια μάλιστα σφάζονταν κατά τελετουργικό θα έλεγε κανείς τρόπο την παραμονή της Αποκριάς  σε όλες τις γειτονιές και το χοιρινό κρέας γινότανε παστό  αφού το έβραζαν και το κάπνιζαν σε μεγάλους τρίποδες ανάβοντας κλάρες από κυπαρίσσι που έβγαζαν πυκνό καπνό για να το καπνίσουν
Το παστό αλλά και μαζί του το χωριάτικο λουκάνικο τα τοποθετούσαν σε κιούπια πήλινα, με λίπος.
Απαραίτητο ακόμη κατοικίδιο ήταν το λαγόσκυλο που συνόδευε τον κυνηγό στο κυνήγι του λαγού και της αλεπούς και ταυτόχρονα ήταν ο φύλακας του σπιτιού.Αλλά και οι γάτες απαραίτητο συμπλήρωμα, με έδρα τα κατώγια που είπαμε παραπάνω, αφοσιωμένες στο κυνήγι των ποντικών που απειλούσαν την σοδειά του σπιτιού, η οποία ήταν αποθηκευμένη σε κασόνια και λαδούσες ( σιτηρά , καλαμπόκι, αλεύρι και λάδι ). Εκτός από τα ζώα ( κοπάδια και κατοικίδια ) και την γεωργική παραγωγή, το χωριάτικο τραπέζι συμπληρωνότανε και από κηπευτικά.
Απαραίτητος ο μικρός κήπος κοντά στο χωριάτικο σπίτι με λάχανα, μαρούλια, αγκινάρες, μαϊντανό, δεντρολίβανο, πιπεριές ντομάτες ,φασόλια φακές κρεμμύδια κλπ.Χρησιμοποιούσαν για το πότισμα των περιβολιών και των κήπων τα νερά από την πηγή του Αγ.Σωτήρα του Πέρα Χωριού κλ τα ΄΄ποτιστικά΄΄ κτήματα ή ΄΄βαρκά΄΄ έβγαζαν ποσότητες  εμπορεύσιμες  από  ντομάτες, μελιτζάνες, μπάμιιες  καρπούζια ή πεπόνια, κρεμμύδια κλ. Τα οποία μετέφεραν και πουλούσαν στην Χώρα στο Βλαχόπουλο και στα γύρω χωριάΤα καλοκαιρινά πεπόνια  καταναλώνονταν αμέσως, ενώ τα χειμωνιάτικα τα κρεμούσαν με τα λουριά από τα πάτερα των υπογείων και τα καρπούζια τα έβαζαν στο άχυρο.Μετά τη δεκαετία του 1960 η γεωργική παραγωγή σταδιακά αυξανόταν σε βάρος της κτηνοτροφικής η οποία έφθινε σταδιακά και σήμερα έχει σχεδόν εκλείψει.
Η γεωργική παραγωγή αφορούσε κυρίως το ελαιόλαδο του οποίου η παραγωγή έχει θεαματικά αυξηθεί από τότε, τη καλλιέργεια της σταφίδας και των αμπελιών ,τα δημητριακά, και τους ξηρούς καρπούς (καρύδια , σύκα).Tα δημητριακά ( σιτάρι, κριθάρι, βρώμη ) τα θέριζαν κατά ομάδες τον Θεριστή ( Ιούνιο ), τα συγκέντρωναν δεμένα σε λημάρια στα αλώνια και τα αλώνιζαν τον Αλωνάρη ( Ιούλιο ).
Τα αλώνια ήταν με πέτρινες πλάκες και έναν στύγερο ( ξύλινο πάσσαλο ) στη μέση.Τα ζώα δεμένα από τον στύγερο με σκοινιά εξαρτημένα από το ΄΄κουμπί'' έκαναν αντίθετες περιφορές μειώνοντας και αυξάνοντας τον κύκλο πατώντας και αλωνίζοντας τα δημητριακά.
Το αλώνισμα που προέκυπτε το λίχνιζαν με τα ξύλινα δεκράνια αποχωρίζοντας τον καρπό από το άχυρο.
Μια άλλη ομαδική εργασία ήταν ο τρύγος των αμπελιών, το πάτημα των σταφυλιών στους λινούς και η παραγωγή του κρασιού.Πανάρχαιες ομαδικές εργασίες της υπαίθρου που έμειναν με το απόφθεγμα ΄΄θέρος - τρύγος - πόλεμος.Κλασσική βέβαια καθημερινή απασχόληση ήταν και η βόσκηση των κοπαδιών.ς
Τα κοπάδια άλλοτε μικρότερα, άλλοτε μεγαλύτερα οδηγούνταν συνήθως από το πιο μεγαλόσωμο αρσενικό στο οποίο κρεμούσαν στον λαιμό του την ...μπίμπα, το μεγαλύτερο κουδούνι για να ακούγεται και να ξεχωρίζει με τον ξεχωριστό του ήχο οπουδήποτε στο βουνό .Μέχρι την δεκαετία του 1960 που όλα άρχιζαν να αλλάζουν, η αγροτική και η κτηνοτροφική ζωή είχε δημιουργήσει κατά κάποιο τρόπο τσιφλικάδες , που συγκέντρωναν τον πλούτο του χωριού και την δύναμη.  Η οικονομική μετεξέλιξη και η μετανάστευση , έφερε την παρακμή  σε αρκετές από αυτές τις οικογένειες
  
ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Α) Οι αμάδες
Το παιχνίδι αυτό παιζόταν από τους μεγάλους κυρίως, τις Αποκριές. Στήνανε μία πέτρα σ' ένα σημείο, την οποία λέγανε πίτσι. Κατόπιν παίρνανε ο καθένας από μία πέτρα λεία και πλακουτσή και από μία απόσταση πέντε έως δέκα μέτρα πετώντας την, προσπαθούσαν να τη ρίξουν όσο το δυνατόν πιο κοντά γινόταν στο πίτσι. Αυτός που πλησίαζε πιο κοντά ήταν ο νικητής. Το νικητή τον πήγαιναν οι άλλοι ζαλούκα, καβάλα.

Β) Μέλισσα – μέλισσα
Κατ' εξοχήν κοριτσίστικο παιχνίδι, παιζόταν από ομάδα παιδιών. Κατ' αρχήν δύο παιδιά έβγαιναν στην άκρη και συμφωνούσαν δύο λέξεις που η κάθε μία θα αντιπροσώπευε το κάθε ένα αντίστοιχα. Κατόπιν στέκονταν το ένα απέναντι από το άλλο και χτυπώντας τα χέρια τους έλεγαν τραγουδιστά:
με τα μελισσόπουλα
Περνά περνά η μέλισσα
και με τα κλωσόπουλα
και το επαναλάμβαναν συνέχεια, ενώ κάτω από τα χέρια τους περνούσαν τα υπόλοιπα παιδιά ένα - ένα. Κάθε φόρά τα δύο παιδιά που τα φύλαγαν, κατέβαζαν τα χέρια και εγκλώβιζαν ένα παιδί και το ρωτούσαν σιγά στ' αυτί, τι προτιμάει από τις δύο λέξεις που είχαν βάλει απ' την αρχή λ.χ λεμόνι ή πορτοκάλι. Το παιδί διάλεγε και αμέσως πήγαινε πίσω σ' αυτόν στον οποίο αντιστοιχούσε η λέξη, πιάνοντας τον από τη μέση. Έτσι αφού ρωτούσαν όλα τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο δημιουργούνταν δύο ομάδες. Τότε οι δύο πρώτοι πιάνονταν από τα χέρια και οι υπόλοιποι τραβούσαν από τη μέση ο ένας τον άλλον προσπαθώντας η μία ομάδα να παρασύρει την άλλη. Οποια ομάδα το κατάφερνε, κέρδιζε.
Γ) Πινακωτή
Το παιχνίδι αυτό παιζόταν από δύο ομάδες παιδιών. Η μία ομάδα ήταν μία μάνα και τα τρία της παιδιά. Η άλλη ομάδα ήταν ο βασιλιάς με όλο το επιτελείο του και τον στρατό του. Έστελνε λοιπόν ο βασιλιάς έναν αξιωματικό στην μάνα και της έλεγε:
-Πινακωτή Πινακωτή!!
Η μάνα απαντούσε:
-Από το άλλο μου τ' αυτί, γιατ' είμαι μάνα και κουφή.
Ο αξιωματικός πήγαινε στο άλλο αυτί και ξαναφώναζε
-Πινακωτή πινακωτή!!
-Τι θέλεις; ρωτούσε η μάννα.
-Ο βασιλιάς θέλει το ένα παιδί σου.
-Μπές μέσα και διάλεξε, έλεγε η μάνα.
Έμπαινε και διάλεγε ένα παιδί. Μετά ξαναπήγαινε και επαναλαμβανόταν η ίδια διαδικασία για το δεύτερο. Όταν όμως πήγαινε για το τρίτο, η μάνα αντιδρούσε και τότε ο αξιωματικός έμπαινε με τους στρατιώτες και το έπαιρναν με τη βία.
Δ) Τα πεντόβολα
Τα πεντόβολα ήταν πέντε πετραδάκια λεία, πέντε βόλοι. Τα έπιανε ο παίχτης στα χέρια του και τα έριχνε στο έδαφος. Κατόπιν διάλεγε κάποιο και το έπαιρνε στο χέρι του. Αυτό ήταν η μάνα. Κατόπιν πέταγε τη μάνα στον αέρα και με το άλλο χέρι έπιανε ένα πετραδάκι από κάτω. Αυτό επαναλαμβανόταν μέχρι να πιάσει όλα τα πετραδάκια. Κατόπιν με την ίδια διαδικασία τα έπιανε δύο δύο, μετά έπιανε τα τρία και μετά το ένα και τέλος και τα τέσσερα μαζί. Πάντα είχε δικαίωμα μίας βοηθητικής κίνησης.
Αν κάποιο του έπεφτε ή άλλαζε χέρι, έχανε και συνέχιζε ο άλλος.
Κατόπιν ο παίχτης ξανάριχνε τα πεντόβολα, διάλεγε τη μάνα και κάνοντας καμάρα με τα δυο του δάχτυλα στο έδαφος, προσπαθούσε κάθε φορά που πέταγε τη μάνα στον αέρα να περάσει από την καμάρα τα πετραδάκια. Πρώτα ένα ένα, μετά δύο δύο, μετά τρία και ένα, και τέλος και τα τέσσερα μαζί.

Ε) Πετάει, πετάει.
Ακουμπούσαν όλη η ομάδα το δείχτη του χεριού τους σ' ένα σημείο. Ένα παιδί έκανε τη μάνα και προσπαθούσε να παρασύρει τους συμπαίκτες του και να τους ξεγελάσει.
Έλεγε λοιπόν π.χ. Πετάει, πετάει το χελιδόνι. Τότε έπρεπε όλοι να σηκώσουν το χέρι ψηλά. Στη συνέχεια έλεγε : Πετάει το χελιδόνι, το χελιδόνι το παγώνι. Πάλι έπρεπε να το σηκώσουν όλοι. Αν κάποιος δεν το σήκωνε, τότε οι υπόλοιποι του έριχναν πάνω χέρι κάτω χέρι και η μάνα συνέχιζε: Το παγώνι, το παγώνι, το μπαλκόνι. Εδώ δεν έπρεπε να σηκώσουν το χέρι, γιατί το μπαλκόνι δεν πετάει. Αν κάποιος παρασυρμένος το σήκωνε, τότε είχε πάλι πάνω χέρι κάτω χέρι για όποιον το έκανε.
Φυσικά υπήρχαν και μία σειρά άλλα παιχνίδια λίγο πολύ γνωστά σε όλους, όπως το κρυφτό, του λύκου τα πουλιά, ο κλίτσικας, η κολοκυθιά, γύρω γύρω όλοι.
Ακόμα τα παιδιά πάντα μόνα έφτιαχναν τα παιχνίδια τους χρησιμοποιώντας υλικά από το περιβάλλον. Ένα άχρηστο αντικείμενο για τους μεγάλους μπορεί να έπαιρνε διαστάσεις και να ήταν το καλύτερο παιχνίδι στα χέρια ενός παιδιού. Όπως τα άχρηστα στεφάνια από τα πεταμένα βαρέλια που με την ανάλογη διχάλα γινόταν τσέρκι, τα άχρηστα κουρέλια γίνονταν κουτσούνες και μπάλες, τα πεταμένα κονσερβοκούτια και τα καπάκια από τις πορτοκαλάδες, γίνονταν βαγόνια και καρότσες,τα κυπαρισσόμηλα γκαζιές, τα άχρηστα λάστιχα από τα εσώρουχα γίνονταν αυτοσχέδια τόξα ή σφεντόνες

 ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΜΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Κάθε εποχή έχει τα δικά της τραγούδια τους δικούς της ήχους . Αυτό όμως δεν την εμποδίζει να στήνει το αυτί προς τα πίσω για ν' ακούσει τη μακρινή ηχώ ενός άλλου κόσμου.
Τα δημοτικά τραγούδια είναι το σπουδαιότερο κεφάλαιο στην ιστορία της Ελληνικής μουσικής,αφού οι συνθήκες που τα γέννησαν τους έδωσαν τη δυνατότητα να παίξουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του λαού μας και το κυριότερο ν' αντέξουν στο χρόνο...
Το δημοτικό τραγούδι ξεπηδάει από την καρδιά του λαού μας, γίνεται κομμάτι της ζωής του , το αισθάνεται όπως η ανάσα του, το επεξεργάζεται, το πλάθει, γίνεται κτήμα του. Μέσα στους στοίχους του  ο καθένας βρίσκει το εαυτό του, φέρνει και ξαναφέρνει παλιές και γνωστές σ' όλους στιγμές και γεγονότα, ιδέες και συναισθήματα, εκφράζεται.
Απλώνεται σε κάθε πλευρά της ζωής: δένει τον άνθρωπο με τη φύση, του γνωρίζει την αγάπη και τον ευγενικό έρωτα, του δίνει ένα συγκλονιστικό μέσο για να εκφράσει τη χαρά και θλίψη του, αλλά και να να εμπνευστεί από τα γεγονότα και τα κατορθώματα των ηρώων της εποχής.
Ακούγεται παντού σ' όλους τους χώρους (στο σπίτι, στο χωράφι, στη δουλειά, στο καφενείο) κι όλες τις ώρες...
Και συνδέεται μ' ένα γεγονός: γιορτή, γάμος, ύπνος του παιδιού, στενοχώρια, καλλιέργεια σταφίδας ,αμπελιού το μαζεμα της ελιάς  ,φροντίδα του κοπαδιού, σπορά, θερισμός, αλώνισμα, ξεφλουδίσματα των καλαμποκιών.

Παραδοσιακα  τραγουδια  της πατρίδας μας

Για να θυμόμαστε την παράδοση που χάνεται μέρα με την μέρα από τις πολυεθνικές της μουσικής


ΙΤΙΑ – ΙΤΙΑ

Ιτιά, Ιτιά μοσχοϊτιά
μου ΄χεις μαράνει την καρδιά.

Ιτιά, Ιτιά μέσα στο ρέμα
σ' αγαπώ δεν είναι ψέμα.

Ιτιά μου σε παρακαλώ
σκύψε να κόψω τον ανθό.

Στη Ρούμελη και στο Μοριά
όλοι χορεύουν την Ιτιά.

Ιτιά μου στα χρυσά σου κλώνια
κελαηδούν πουλιά κι αηδόνια.

Ιτιά μου εσύ γλυκιά
δώσε μου δυο γλυκά φιλιά.

Δώσε μου δυο γλυκά φιλιά
να μου γιατρέψεις την καρδιά.

ΕΝΑΣ ΑΪΤΟΣ

Ένας, μωρέ ένας, ένας αϊτός καθότανε,
Μωρέ καθότανε,
Στον ήλιο και λιαζότανε, μωρέ λιαζότανε.

Κι έξυ-, μωρέ κι έξυνε τα νυχάκια του,
μωρέ τα νυχάκια του,
τα νυχοποδαράκια του, μωρέ ποδαράκια του.

Νύχια, μωρέ νύχια, νύχια μου και νυχάκια μου,
μωρέ και νυχάκια μου,
και νυχοποδαράκι μου, μωρέ ποδαράκια μου.

Την πέ-, την πέρδικα, την πέρδικα που πιάσατε,
μωρέ που πιάσατε,
να μην την εχαλάσετε, μωρέ μη χαλάσετε.

Θε να, μωρέ θε να, θε να τη βάλω στο κλουβί,
μωρέ στο κλουβί,
να κελαηδεί κάθε πρωί, μωρέ κάθε πρωί.


ΝΑ ΤΑΝ ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ

Ωρέ να ΄ταν τα νιάτα,
να ΄ταν τα νιάτα δυο φορές,
να ΄ταν τα νιάτα δυο φορές
τα γηρατιά καμία.

Ωρέ να ξανανιώσω
να ξανανιώσω πουλί μου μια φορά
να ξανανιώσω μια φορά
να γίνω παλικάρι.

Ωρέ να βάνω το φε-,
να βάνω το φεσάκι μου,
να βάνω το φεσάκι μου,
να βγαίνω στο παζάρι.


ΠΑΝΩ ΣΕ ΨΗΛΗ ΡΑΧΟΥΛΑ

Πα- μωρέ πάνω, σε ψηλή ραχούλα,
πάνω σε ψηλή ραχούλα, κάθεται μια βλαχοπούλα.

Και μωρέ και τη ρόκα της κρατάει
και τη ρόκα της κρατάει, πρόβατα κι αρνιά φυλάει.

Τσο- μωρέ τσοπανόπουλο από πέρα,
τσοπανόπουλο από πέρα, τραγουδάει με τη φλογέρα.

Τρα- μωρέ τραγουδάει το καημένο,
τραγουδάει το καημένο, με παράπονο, θλιμμένο.


 
Αμάραντος

Αχ, για ιδέ-καλέ για ιδέ-
για ιδέστε τον αμάραντο,
σε τι βουνό φυτρώνει καλέ!
Αχ φυτρώ-καλέ φυτρώ-
φυτρώνει μες στα δύσβατα,
στις πέτρες στα λιθάρια καλέ.
Αχ, ποτέ καλέ καλέ ποτέ.
Ποτέ του δε ποτίζεται
και δε κορφολογιέται καλέ.
Αχ, τον τρών' καλέ τον τρών',
τον τρών' τα λάφια και ψοφούν,
τ' αγρίμια και μερεύουν καλέ.


Στο 'πα & Στο Ξαναλέω...
Στο 'πα και στο ξαναλέω
στο γιαλό μη κατεβείς
κι ο γιαλός κάνει φουρτούνα
και σε πάρει και διαβείς
Κι αν με πάρει που με πάει
κάτω στα βαθιά νερά
κάνω το κορμί μου βάρκα
τα χεράκια μου κουπιά
το μαντήλι μου πανάκι
μπαινοβγαίνω στη στεριά
Στο 'πα και στο ξαναλέω
μη μου γράφεις γράμματα
γιατί γράμματα δε ξέρω
και με πιάνουν κλάματα


Πηγή:http://metamorfosis.blogdrive.com/







Αεροπορικά πλάνα του χωριού-ΦΩΤΟΝΙΟ